Новогреческий словарь
πιτζιέμ
πιτζιέμ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιτζιέμ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξενοπρεπής
—
αλουπού
—
αδιάσταλτος
—
γυρνοβολώ
—
κοσσίζω
—
ιδές
—
κατευόδωμα
—
δεκαεξαετία
—
ολισθηρότητα
—
ανεμοπύρωμα
—
ψυχρόμετρο
—
αεροκατάποση
—
βαλαντώνω
—
πολιτευόμενος
—
χνωτίζω
—
δημοτικό
—
μικρόχορος
—
επούλωση
—
παιδεραστής
—
ταχυκίνητος
—
ανακατάκτηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве