Новогреческий словарь
αλατωρυχία
αλατωρυχία
η
добыча соли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добыча соли
? —
αλατωρυχία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλατωρυχία
? — добыча соли
#
(ново)греческий словарь
—
Αρμάνος
—
κλητικός
—
κόστος
—
δαγκώνω
—
μεσοστράτι
—
άγροικος
—
ελαιοπαραγωγή
—
στερεοποίηση
—
φωτορομάντζο
—
φορά
—
αιμοχρωστικός
—
βαρύσφαιρα
—
αναρρωτικός
—
αντευχοριστώ
—
μερκατορικός
—
βαλσάρω
—
εποχλεύς
—
προσάρτηση
—
αναξιοποίητος
—
μεσαριά
—
ξεπερνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,