|
1) незаражённый; 2) нетронутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаражённый? — αμόλευτος как на (ново)греческом будет слово нетронутый? — αμόλευτος как с (ново)греческого переводится слово αμόλευτος? — незаражённый, нетронутый — μονύελο — οκταπλάσιος — εντατικός — εφημερία — υγραέριο — μικροέξοδο — φωλιά — ανόρκιστος — λεπτολογώ — τηλεμηχανοποίηση — ήλασα — δρυμώδης — αντίκλειθρον — αρματολός — αιθυλικός — φωσφορώδης — ακανάκευτος — Σύρα — εκχύλισμα — ποδοβολή — λιγοήμερος |
|||