|
το опивки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опивки? — αποπότι как с (ново)греческого переводится слово αποπότι? — опивки — αποσκιρτώ — γκριζάρω — ξιδοβάρελο — πολυτεχνίτης — δίπλαξ — αυτοτιτλοφορούμαι — ακοομετρία — αραβικά — πώς — σωτηριος — οστεώδης — ψυχερός — βιοψία — αγούλιαστος — ανωκάτω — υπερψηφίζω — έξις — ταυτό — αυγωτός — κουτρουβάλιασμα — λυρικός |
|||