Новогреческий словарь
βρόγχίσκος
βρόγχίσκ|ος
ο (чаще мн.ч. ) анат.
бронхиоль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бронхиоль
? —
βρόγχίσκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βρόγχίσκος
? — бронхиоль
#
(ново)греческий словарь
—
Γάλλος
—
ωμοπλάτη
—
βουητό
—
σιφόνι
—
σφιχτοχέρης
—
τζιγέρι
—
βατί
—
ηλεκτρολόγος
—
τρεμουλιαχτός
—
αμυγδαλοειδή
—
παρεμβάλλομαι
—
μουνοχύσιμο
—
δημοδιδασκαλείο
—
γαρμπόζος
—
ναρκοθέτις
—
γαλατοβούτυρο
—
σιμίτι
—
παλίμβουλος
—
ανομοιομορφία
—
ανεκδίκαστος
—
παντρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве