|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσωπικώς? — — ένσπερμος — τιμολόγηση — φτωχούλικο — ανάρδευτος — τυφλοσύρτης — τρικινητήριος — πλασματικός — καυστικός — αλληλοαποκλειόμενος — αόμματος — ελέγχω — ζηλόφθονος — εξαπτέρυγος — υπερπροστατευτικά — ωροδείκτης — διηγητής — ανεπίστροφος — τσάρεβιτς — θυγάτηρ — ετεροδοξία — περισπασμός |
|||