|
ο испольщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испольщик? — μισακάρης как с (ново)греческого переводится слово μισακάρης? — испольщик — Σλαύα — εκμισθωτής — αυλοθεράπων — ραφτική — μισθοδοτικός — σβηστήρι — βασιλικά — σβήνω — άκροσσος — υποψιαστικός — σανδαλοποιός — γεροντολεύτερη — νότιος — φαλαιναλιευτικό — αποθυμώ — γραφοτυπία — αριστειούχος — άκρον — ανεμοκυκλίζομαι — αγαθοεργώ — καθρεφτάς |
|||