Новогреческий словарь
αλληλοεπηρεαζόμενος
αλληλοεπηρεαζόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοεπηρεαζόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βούλιτο
—
καλαθιά
—
ενοχοποιούμαι
—
παντοχρωμία
—
κοπανιστήρι
—
τονικότητα
—
διαβροχή
—
ομογάλακτος
—
αγγειοπλαστική
—
λαθροθηρία
—
ανεπικύρωτος
—
διεθνής
—
αριοστάλαχτος
—
στενόψηχος
—
καρουλιάστρα
—
νεροφείδα
—
ριζίδιον
—
εξελεγκτικός
—
εκχερσώνω
—
φύλαγμα
—
θαλασσοχελώνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве