|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωνοφόρο? — — κληρονομικά — ρούβλιο — βουστάσιο — αφλύκταινος — δοκιμαστήριος — καλαντζής — ερανικός — υπέρθυρο — στοπάρισμα — μελλοντικά — θερμοφόρος — κολλόδιο — λαθρακιάζω — καλένδαι — αστερίσκος — υλοζωισμός — επαυχένιον — ακορνιζάριστος — νομοθέτηση — συρματωτήρας — λυκαυγές |
|||