|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λειχούδικος? — — πωρωμένος — Βενετός — καπνεργάτισσα — καπιταλιστικός — γλάκι — ανισοϋψής — κονιάκ — χρεμέτισμα — τραγουδιστά — προσωπιδοφορία — πιτυρήθρα — συνδρομήτρια — αγυόπαις — σμίξη — Σουηδέζα — γυαλένιος — συμμορφούμαι — ραγίζω — εμπλαστρο — αντωνυμικώς — βακτηρίδιο |
|||