|
η мед. лейкодермия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейкодермия? — λευκοδερμία как с (ново)греческого переводится слово λευκοδερμία? — лейкодермия — μειώ — γιαουρτάδικο — κατασώτευση — γαμώ — μικρόβιο — αεριτζού — αερικός — σκιοσκοπιο — ατομοκίνητος — μεταγιγνώσκω — ψηφοθηρικά — Α — ροντώ — εφταήμερος — στεφανοπωλήτρια — αμπάριασμα — γλωσσογνώστης — αγουρογεράνω — ακυρολόγος — λουβίδι — αυτοδιοίκηση |
|||