|
το жилет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жилет? — εσωκάρδιον как с (ново)греческого переводится слово εσωκάρδιον? — жилет — αψιλος — ηγμένος — διπλοψήφισμα — αισχύνη — προαποβίωση — μοναχισμός — διαπιστευμένος — καπνοχώραφο — βρακοφόρος — οδοντιατρείο — απόλαμπρα — ενεδρευτής — μετείκασμα — γηροκομία — κακό — γεννολόγι — ρυθμός — χρήμα — υπερθεμάτιση — θαρραλέα — πολυφάγος |
|||