|
το фото., иск. фиксация, закрепление; ~ φωτογραφικης πλακός — закрепление фотопластинки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фиксация? — φιξάρισμα как на (ново)греческом будет слово закрепление? — φιξάρισμα как с (ново)греческого переводится слово φιξάρισμα? — фиксация, закрепление — διπλοφουρνιστός — πολυκαιριά — στρατονομία — ρουφάω — οξειδώνω — γαία — πνευματικά — ψυχορράγημα — πτύχωση — αλγεβριστής — ανεξύπνητος — ξενοφοβικός — κυπρινοτροφία — χαρτομάντις — πρεσβύτερος — μεσανός — διχόνοια — λεπτόγραμμος — ενδόπλασμα — αυξητικό — εγκαυστος |
|||