|
η пастуший посох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастуший посох? — αγκλίτσα как с (ново)греческого переводится слово αγκλίτσα? — пастуший посох — σκωπτικά — απαγίδευτος — καθοσιώνω — αφότου — καταπίνω — μπαμπάς — γεμιτζής — φορτσάδος — συμπαρομαρτούντα — κουτσονούρης — σπερμολογω — αχθοφόρος — υπόσκληρος — διανοητικότητα — κλοπή — τραμβάι — ενδιατριβή — αγγελοειδής — στραβόξυλο — βέρστι — σουτζούκι |
|||