|
вооружённый щитом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый щитом? — ασπιδοφόρος как с (ново)греческого переводится слово ασπιδοφόρος? — вооружённый щитом — υπηρεσιακός — ψώρας — απέκκριση — ξανάρχομαι — αφοβέριστος — ποδηλατοδρομία — μποξ — αψυχολόγητος — μανιβέλλα — ανελκτήρας — επιτέλεση — εντεροστομία — υψίπυκνος — λαίμαργα — σαρακοφάγωμα — σταχυολογώ — βαθμοφόρος — ξυλομπογιά — υπόχρεος — πιθανολόγημα — δουλευταρού |
|||