|
η двухголосное пение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухголосное пение? — διφωνία как с (ново)греческого переводится слово διφωνία? — двухголосное пение — υποκειμενικότητα — τσιτσίρισμα — ψιλοπράγμα — πληροφοριοδότρια — ισχύω — εργατιστής — Κλαζομένιος — ενδοπλευρικός — στραγγαλισμός — ντίβα — φουσκομάγουλος — καρδιορραγία — υπόστυφος — σπάρτο — δασυπώγων — κοσμοπλημμύρα — γκρό — καθημερινότητα — αραβίδα — πυκνόρρευστος — συμπαραλαμβάνω |
|||