Новогреческий словарь
γενειοφόρος
γενειοφόρ|ος
бородатый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бородатый
? —
γενειοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γενειοφόρος
? — бородатый
#
(ново)греческий словарь
—
ατακτοποίητος
—
στρατοπεδάρχης
—
λυγνός
—
τρικυμία
—
λαδύς
—
ασπριστής
—
αλαφρόπιστος
—
οινολογία
—
επιχορηγώ
—
ατυχής
—
χασισοτιοτείον
—
ναυτόκομπος
—
οψιμιά
—
ραχοκόκαλο
—
ψυχοβλαβής
—
καλτσοποιία
—
κανονικότητα
—
δεσπόζουσα
—
δηλαδή
—
γαλατού
—
αιματοκαλλιέργεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве