Новогреческий словарь
στερεοστατική
στερεοστατική
η физ.
статика твёрдого тела
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
статика твёрдого тела
? —
στερεοστατική
как с
(ново)греческого
переводится слово
στερεοστατική
? — статика твёрдого тела
#
(ново)греческий словарь
—
καλυτερεύω
—
φιγουρατζής
—
σφένδαμνος
—
χολαγωγός
—
κανονιοφόρος
—
προκαταβολή
—
ξεσκολισμένος
—
κυτοβλάστη
—
αναβάνω
—
πασσαδούρος
—
αποτελματώνω
—
μηλεών
—
επίφοβα
—
νεοφυτικός
—
περατός
—
επιψευδαργυρωμένος
—
ατμοκίνητος
—
μετρητικός
—
βερίκουκκο
—
εγχειρίδιο
—
αδελφικοασπάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,