|
ионизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ионизировать? — ιονίζω как с (ново)греческого переводится слово ιονίζω? — ионизировать — σωματομετρικός — ουρανής — φεγγαριάρης — συνοπτικός — λάκκος — ακαταλάγιαστος — δασύς — συνδικαλιστικός — ανασπαστήριο — ισομερής — αγώνας — θερμομονωτικός — αρπάχτρα — μαχαίρωμα — πιάστρα — αριθμητικό — συμφωνημένα — φαινασετίνη — ξοπλίζω — ασκανδάλιστος — δαυλός |
|||