|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σολέα? — — τσαμπούνημα — ομπροστά — στραβοδίβολος — συλλαβικός — τεσσαρακονταετής — δουτιά — καπετάνισσα — σάχλα — κεφαλαιοκρατία — αυτοαγωγή — συνεταιριστικοποίηση — εγκεχυμένος — πυελίς — εμπλέκω — ανευλάβεια — τέμνουσα — φλεβόστρωμα — μαστροχαλάστρας — ντεκωβίλ — αποδαύτος — δοξολόγημα |
|||