Новогреческий словарь
επέρρωσα
επέρρωσα
αόρ. от επιρρωννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέρρωσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συναγωγή
—
μοναστηράκι
—
εβδομάδα
—
αναποφασιστικότης
—
ανάρμεχτος
—
τσισάκια
—
ζεματίζομαι
—
κιρίσια
—
ληθαργικός
—
κάρπωση
—
κουτσάβλος
—
χαλεπά
—
εξακοσιαπλάσιος
—
μουλάρωμα
—
εμφραξη
—
γυναικάκιας
—
κυριούλης
—
τερμίτης
—
σκιαζάρης
—
παραλήρημα
—
τρίχωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве