|
мед. летаргический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово летаргический? — ληθαργικός как с (ново)греческого переводится слово ληθαργικός? — летаргический — χωνί — επιβράχυνση — μοναρχώ — επωμίζομαι — καραγκιόζης — ασαπούνιστος — αΰφαντος — παραγνωρίζομαι — κοντεύω — ανυφαντός — ετερόκλιτος — ομοιωματικά — απογυναικώνομαι — σκαλίτσα — απολειαίνω — λόπια — δρομομετρία — κουπί — οπλαρχηγός — ξασπρουλιάρης — νόθευση |
|||