|
ο тесное общение (чаще с подонками); якшание (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тесное общение? — συναγελασμός как на (ново)греческом будет слово якшание? — συναγελασμός как с (ново)греческого переводится слово συναγελασμός? — тесное общение, якшание — οψιμάθεια — είσοδος — προκριματικός — ασυναρτησία — ποσό — συντροφικάτα — πομπεύω — ξεφτιλίζω — στάχυασμα — ρεκλαμαδόρος — δενδροκαλλιέργεια — μανιώνω — τρέμολο — διανόηση — κολύμβημα — ορνιθοκομικός — κοπρόσκυλο — μαστοράκι — κωλοτούμπα — ανεκδίκητος — γιατροκομω |
|||