Новогреческий словарь
μόρφασμα
μόρφασμα
το
ужимка, гримаса
;
κάνω ~ούς — а) делать гримасы, гримасничать; б) морщиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ужимка
? —
μόρφασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
гримаса
? —
μόρφασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μόρφασμα
? — ужимка, гримаса
#
(ново)греческий словарь
—
εντομικός
—
τρυφηλώς
—
μελαγχολώ
—
αριστεροσοσιαλιστικός
—
εθνοστρατιά
—
σεπτεμβριάτικος
—
ασπρογαλάζιος
—
αχλεύαστος
—
σκευοφυλάκιο
—
δεκαπλασίασμός
—
προσωπικά
—
μπόγος
—
στένεμα
—
κατραπακιάζω
—
αλειμματοθέτης
—
αναπόταμα
—
ρητορικώς
—
ενδότατα
—
αλληλοδιαδόχως
—
κεντράδι
—
ακομπόδετος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве