|
дословный, буквальный; ~ή σημασία — буквальное значение; ~ή μετάφραση — дословный перевод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дословный? — κυριολεκτικός как на (ново)греческом будет слово буквальный? — κυριολεκτικός как с (ново)греческого переводится слово κυριολεκτικός? — дословный, буквальный — ωχροκύανος — σιγαλιά — ξανθοκόκκινος — διακεντώ — αυτοκατάκριτος — δυσχερώς — δέ — εκβληστάνω — οικοκυρική — πικρίζω — καβαλίκεμα — επιδιορθωτικά — αποβρέχω — καντάρι — έξωθεν — ρικνότης — γουρουνομύτα — αναπασχόλητος — μπερεκετλίδικος — διπλότυπο — σκανιάζομαι |
|||