|
мед. стрептококк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрептококк? — στρεπτόκοκκος как с (ново)греческого переводится слово στρεπτόκοκκος? — стрептококк — ποραμελώ — τσατίλα — επισωρεύω — γούρι — κλειδαράδικο — ολιγοδάπανος — ακαταστάλακτος — Ρωμιοσύνη — αναθηματικός — μουχλός — δυναμομηχανή — απόγιομα — βαμβακουργία — κουράγιο — βλαχοπούλα — μπερντές — ψιακώνω — λινοτυπία — αφιλόξενα — καταδίδω — αέρια |
|||