|
обозначенный; отмеченный; === (βήμα) ~ό — шаг на месте; κάνω (βήμα) ~ό — топтаться на месте #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обозначенный? — σημειωτός как на (ново)греческом будет слово отмеченный? — σημειωτός как с (ново)греческого переводится слово σημειωτός? — обозначенный, отмеченный — πτέρινος — νεραντζούλα — αγοραστός — επιμέτρηση — μαραγκούδικος — βενετικός — επανορθώσιμος — νήξη — μούσα — τεχνολόγος — δονούμκνος — επίσκοπος — λαρδώνω — ανταλλακτικός — ροδωνιά — αυγοκάσα — θαυματούργημα — Θεριστής — ηγουμενεία — βλάμισσα — πρωταυγουστιά |
|||