Новогреческий словарь
αγγειόσπερμος
αγγειόσπερμος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγειόσπερμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ονομαστικός
—
οριστικά
—
ασκανδάλιστον
—
ισοτέλεια
—
εναντιοφρονώ
—
πλευστότητα
—
έντριψη
—
αγάλλομαι
—
καλωσυνεύω
—
ασαφής
—
αρχικομματάρχης
—
ατσούγκριστος
—
δίτομος
—
τσικνώνω
—
συνδεσμολογία
—
δεοτερόκλαδος
—
σιτέλαιο
—
σπογγώδης
—
βερνικωμένος
—
διάτανος
—
εκποιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,