|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εφημεριδάκι? — — αποκουμπώ — τυφεκιοφόρος — αρόδο — ρύπασμα — τιμαριθμοποίηση — προσπέραση — αιμοβορία — δρόσος — εναυσματοδόχη — δεκάτευση — γυφτιάζω — δομή — μελανειμονώ — υπνωτικά — έτσι — αποφθειρίαση — παγανιστής — μωραίνομαι — δοξαρίζω — χοντροφτειαγμένος — ομορφαίνω |
|||