|
тонкой работы, изящный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонкой работы? — λεπτουργής как на (ново)греческом будет слово изящный? — λεπτουργής как с (ново)греческого переводится слово λεπτουργής? — тонкой работы, изящный — γοργοκίνητος — επιτροπεύων — διόδευση — σκράπ — θωρακίτης — τρούμπα — αιμοσφαίριο — φουντούκος — παγκόσμια — πατσαβούρα — ελληνοδιδάσκαλος — υαλοποιία — αποινεί — προδότρια — γκαζομηχανή — μαγνητοχημεία — λιποθύμισμα — γκεστάω — μεγαλοδωρία — οφθαλμολογία — αμέλγω |
|||