Новогреческий словарь
αντιμεταδίδω
αντιμεταδίδω
передавать
;
~ νόσημα — заражать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
передавать
? —
αντιμεταδίδω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιμεταδίδω
? — передавать
#
(ново)греческий словарь
—
στόμαχος
—
γλυκαχός
—
εκζεματικός
—
βερονάλη
—
ευταξία
—
κοσκινιστός
—
ασυσκεύαστος
—
ανεπίκριτος
—
αυτοδιαφήμιση
—
γλύκυσμα
—
ονειδίζω
—
αλευρεμπόριο
—
ωτοσκλήρωση
—
πολυκαιριά
—
πιοτί
—
αιμοποίηση
—
υδροληψία
—
γειτόνισσα
—
δαχτυλοβρεχτήρας
—
ζαερές
—
γλοιόδερμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,