|
генераторный; ~ή μηχανή — динамо-машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово генераторный? — δυναμοηλεκτρικός как с (ново)греческого переводится слово δυναμοηλεκτρικός? — генераторный — εγγράφομαι — εκκριτικός — αρωματοποιία — ημιονικός — ασυσσώρευτος — αστυφυλακή — ρασιοναλισμός — ασυμβίβαστο — Γιουγκοσλάβα — τετράκλινος — αετήσιος — απόγαιος — περσικά — φορμαλιστικός — απόκερο — γκαγκάβα — χάμόγελο — εντερογραφία — δεματού — αντίκρια — τόλμημα |
|||