|
το деревянный башмак, сабо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянный башмак? — ξυλοπάπουτσο как на (ново)греческом будет слово сабо? — ξυλοπάπουτσο как с (ново)греческого переводится слово ξυλοπάπουτσο? — деревянный башмак, сабо — στεφάνωμα — παραθερίστρια — αγγλικά — μολυβύς — μόσχοσμος — δεκαοκτάκις — συγχρονισμός — αθεράπευτος — εντροπαλός — κεραμίδωσις — χορείος — εκπορθητής — πλειστάκις — νοτιοδυτικώς — κακοπορεομαι — ζαρζαβάτι — αναγερμένος — σιγηλός — εβραιοπούλα — ταυτόαιμος — αοριστολογώ |
|||