|
η 1) гриф (надпись); 2) заглавие, заголовок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гриф? — επικεφαλίδα как на (ново)греческом будет слово заглавие? — επικεφαλίδα как на (ново)греческом будет слово заголовок? — επικεφαλίδα как с (ново)греческого переводится слово επικεφαλίδα? — гриф, заглавие, заголовок — λειχουδιάρης — αμακατζού — διακόνισσα — παριστώ — αφλύκταινος — εγκυμονώ — ζωοκλοπή — δημοκοπία — άτεκνος — έσο — αλφαδιαστής — σκασιματιά — απόδαυλο — αζέστατος — αρτοφαγία — τυχερή — άγνωστη — αγρύπνια — διαζωμάτιο — θόλωμα — εικονοκαύστης |
|||