|
мор. спасательный; ~ή λέμβος — спасательная шлюпка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасательный? — ναυαγοσωστικός как с (ново)греческого переводится слово ναυαγοσωστικός? — спасательный — νομολογικός — εκπλυση — άργιλος — ακαβάλληγος — επιλόχιος — αχυρόστρωμα — κολικόπονος — ωμόλινον — σταυροκόπι — ηνέχθην — ζέστη — τάρταρα — εκφωνημένος — ατενώς — κυματιστός — προεξοφλητέος — αιμοποσία — συμπαθητικά — κυλινδρισμός — ψηλάφισμα — γεωφυσική |
|||