|
το 1) газ; 2) керосин; === γυναίκα τού ~ού — проститутка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газ? — γκάζι как на (ново)греческом будет слово керосин? — γκάζι как с (ново)греческого переводится слово γκάζι? — газ, керосин — υπαμοιβή — καβλί — ημεροκάματο — γαλακτίζομαι — κομπώτρα — απίστομα — επινικελώνω — χιτώνας — διεθνολογία — μπουκίτσα — παζαριάτικος — συγκεφαλαίωση — Μολόχ — αγαθωνυμία — σάρδη — τριμμένος — βαράθρωση — κουρώ — εγκαρτερησία — άτολμος — φυσίγγη |
|||