Новогреческий словарь
αδηλητηρίαστος
αδηλητηρίαστ|ος
прям., перен.
неотравленный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неотравленный
? —
αδηλητηρίαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδηλητηρίαστος
? — неотравленный
#
(ново)греческий словарь
—
εμφυλιοπολεμικός
—
τσευδίζω
—
σκορδοφαγία
—
εμπρηστής
—
Ισπανή
—
καρκινοματώδης
—
φρεατίς
—
κόττερο
—
μειλίχιος
—
θαλαμηπόλος
—
βούλημα
—
εδωκάτω
—
ζαχαροποιείο
—
αναίδεια
—
μετρίαση
—
αλαζών
—
παρρησία
—
μπαμπέσα
—
στρυχνίνη
—
ωριμαστήρι
—
τραχύφωνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве