|
η мед. ахейрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ахейрия? — αχειρία как с (ново)греческого переводится слово αχειρία? — ахейрия — ψιλολογώ — ηλιόγερμα — εποχιακός — απαρχαιώνομαι — κρανιολόγος — πρίνος — λαοκράτισσα — βράκα — ανανεώνω — βιολετής — οικοσημολογία — εμβριθής — συντροφικός — χειρώνακτας — αδιεκδίκητος — παλιάνθρωπος — ταχυγράφος — πτέρωση — αλλοστράτισμα — απρόκοπος — σαδιστής |
|||