|
αόρ. от πηγαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πήγα? — — περδικήσιος — ισοπολιτεία — απομάκτρα — μυροπωλείο — εικοσαήμερος — κατηγόρια — αλική — πλαγιότιτλο — χαρτοπαίχτρα — δυσαρίθμητος — μπελαλίδικος — εξογκώνομαι — ερημίτης — δακτυλογραφέσσα — ραβδί — ανταπόδειξη — αλλήλους — πλίνθωμα — μάζα — δανέζικος — σαλταδόρος |
|||