Новогреческий словарь
διπλοκλείδωτος
διπλοκλείδωτ|ος
запертый на два замка, надёжно запертый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запертый на два замка
? —
διπλοκλείδωτος
как на
(ново)греческом
будет слово
надёжно запертый
? —
διπλοκλείδωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλοκλείδωτος
? — запертый на два замка, надёжно запертый
#
(ново)греческий словарь
—
μισερεύω
—
αιμομίκτης
—
μέλπω
—
πετρογραφία
—
σαγρές
—
ξανθίζω
—
ψυκτικά
—
μεταβαλλόμενος
—
νυκτοβασία
—
αχαλινάρωτος
—
Σπήλιος
—
κακόβουλα
—
ασυγκέραστος
—
ματόφρυδο
—
φανταχτερά
—
προφυλακίζω
—
δισχιλιοστός
—
ανατρομάζω
—
εμπορομεσίτης
—
βροντοβολώ
—
κώλυμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве