|
запертый на два замка, надёжно запертый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запертый на два замка? — διπλοκλείδωτος как на (ново)греческом будет слово надёжно запертый? — διπλοκλείδωτος как с (ново)греческого переводится слово διπλοκλείδωτος? — запертый на два замка, надёжно запертый — ναυτιώδης — ενεργούμαι — ανεπιφύλακτως — ηλεκτροχημικός — αποδοχή — πλινθοποιός — υδραγωγείο — συγχωρνω — μαργαϊκός — αυτοπειθαρχούμαι — δάνειος — πατρογονικός — ντροπερός — αμπώθω — τράπεζα — απεισμάτωτος — πλευροκόπηση — πλιατσικολογώ — πετρελαιοφόρος — περίσχεση — σιωπητήριο |
|||