|
снова засыпать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова засыпать? — ξανακοιμούμαι как с (ново)греческого переводится слово ξανακοιμούμαι? — снова засыпать — ελικοτόμος — μακροκεφαλία — αρχειοφυλακείο — θωράκιση — ανάμεσα — τραγικοποιώ — εκπρόθεσμα — δυσκαταμάχητος — βομβυκοτροφικός — δυσμαθής — ψευδοκλασικισμός — αθύμητος — επιτομή — ξερόγελα — αρμπιρόζα — συνειδοποίηση — κακοβαλμένος — φανταχτός — κοσμοσωτήρας — ημίφως — νευρωτικός |
|||