|
не вытертый (платком, полотенцем, тряпкой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не вытертый? — ασφούγγηστος как с (ново)греческого переводится слово ασφούγγηστος? — не вытертый — τηγανίζω — ομόθυμα — συνέλιξη — μαγνητοχημεία — μέταξα — λάμψη — τελέσφορος — ανεκέφαλος — ματιασμένος — εμποριολογία — μοιραστής — χαμέρπεια — αεροαποβατικός — στρατόπεδο — μαννεκέν — χαλεύω — αντιτορπιλλικό — οκτάπους — σκάφη — λαγκεύω — απόπαιδο |
|||