|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουρουφλισμένος? — — παραταξιακά — αμμωρυχείο — σιδεράδικο — ενδοκρινή — καθέλκω — γαλαντομία — μαγεύτρα — γυναικοθήρας — γραφειακός — αργοπάτημα — αχρωμία — χαβούζα — κυκλώνω — φρεναπάτη — επανάπλους — καρδιαλγής — τυπικότητα — γλυκοχαιρετίζω — στυφάδα — αυτοακρωτηριάζομαι — μόλυνση |
|||