Новогреческий словарь
εθιμοταξία
εθιμοταξία
η 1)
этикет
;
2)
церемониал
;
Τμήμα Εθιμοτυπίας — Протокольный отдел (МИД'а)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
этикет
? —
εθιμοταξία
как на
(ново)греческом
будет слово
церемониал
? —
εθιμοταξία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εθιμοταξία
? — этикет, церемониал
#
(ново)греческий словарь
—
καφεπότης
—
κύμα
—
πρωταρχικά
—
ξεγοφιάρης
—
ξεκλειδώνω
—
συμμαζεμένος
—
εμπυώ
—
απογειούμαι
—
χρωματοποιός
—
αλώπηξ
—
συντονίζω
—
τελώνης
—
υλοτομώ
—
ανώγι
—
καταματώνω
—
ψωρίτης
—
πρωτόγαλα
—
αφιλόκαλος
—
οβελιστήριο
—
γρασερός
—
ενδοξότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве