|
парниковый эффект #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парниковый эффект? — φαινόμενο θερμοκηπίου как с (ново)греческого переводится слово φαινόμενο θερμοκηπίου? — парниковый эффект — μακράν — καλλισωμος — ένεστι — φουρκισιά — κλεμμένος — σκιάξιμο — σαμάρωμα — ενορίτης — επιλύχνιος — σπαθοφόρος — ανεγοριά — μελετητής — δασκαλόπουλο — εφημεριδογραφικός — επιμεριστικός — γήμορο — αψιώνω — επαρκής — απασχόληση — φυλακάγγελος — επιλόχειος |
|||