|
: έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βέρτζιλος? — — ακορνίζωτος — χρωματισμένος — οληνυχτίς — αλίσκομαι — σαραντάρης — απελπισμένος — κάλαθος — λουρί — στοιχειωδώς — πόμπευση — κιούπι — σμπάρο — αποβίωση — ζύθος — αγοριτσίστικα — κάτωχρος — σπαρτός — μακρύνω — λειξιάρης — ταβανόσκουπα — κλάδευση |
|||