|
уст. случайно оказавшийся поблизости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово случайно оказавшийся поблизости? — παρατυχών как с (ново)греческого переводится слово παρατυχών? — случайно оказавшийся поблизости — σπρώχνω — ενθυμηματικός — βελονιάζω — δελφινοκόριτσο — κορομηλέα — τεθλασμένος — βουλωτηρον — φλακάτορας — μετρητης — λιγνός — φιλίστωρ — αλουστράριστος — ανεμοσάλεμα — ξεροψήνω — γάστρωμα — προφορικός — βραχυχρόνιος — γλυκολέϊμονο — ασυμφώνιστος — κοκκινιά — άλεσμα |
|||