|
1) керамический; 2) гончарный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово керамический? — κεραμικός как на (ново)греческом будет слово гончарный? — κεραμικός как с (ново)греческого переводится слово κεραμικός? — керамический, гончарный — ανεπροκοπιά — αποδίδω — σαβουρογάμης — στάλαγμα — μηναλλάγια — έκραξα — Ψηλορείτης — μονοπωλιστής — πρωτοπαλλήκαρο — φωκόλ — αντιδημοτικός — προσφυγικός — χαλκάνθη — αεριοκινητήρας — ηθογραφία — φυσητήρας — βωλοθραύστης — φουφού — πηλοβατίς — αναλογίζομαι — ασκημομούρης |
|||