|
το утро; ~, ~ — ранним утром, рано утром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утро? — πουρνό как с (ново)греческого переводится слово πουρνό? — утро — επηρεασμένος — αποκρύβω — μυξοκλαίω — ενσχοίνισις — χύτρα — δεδικασμένο — πόντικας — αψοχούλευτος — Ε — μικροκύματα — σιταρόσπορο — καλάνδαι — σαμόλαδο — αναπλάθω — αγένωτος — μολυντήρι — αποστέωση — στοχοποιούμαι — ακροατής — αυτόπτης — ιχθυαγορά |
|||