Новогреческий словарь
μηκύνω
μηκύνω
(αόρ. εμήκυνα, παθ. αόρ. εμηκύνθην)
удлинять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удлинять
? —
μηκύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηκύνω
? — удлинять
#
(ново)греческий словарь
—
ωτακουστώ
—
υποπτεύομαι
—
μπλοκάρω
—
κλιμένος
—
μονότομο
—
ακαβούρντιστος
—
αεροπλάνο
—
σαραφλίκι
—
ανεπιτίμητος
—
εναρμόνιος
—
Φραντζέζος
—
απώθηση
—
ποδάρι
—
παλαιστικός
—
εξάρτια
—
αμαρτία
—
δεματικό
—
γλυκαντζούρι
—
ασύνδετος
—
κάπου
—
αναγέρνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве